- ταυτόματον
- τὸ, Α1. τυχαίο περιστατικό, συμβάν2. φρ. «ἀπὸ ταὐτομάτου»α) κατά τύχη, κατά συμβεβηκόςβ) απροσδόκητα, ξαφνικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τὸ αὐτόματον με κράση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταὐτόματον — indeclform (indecl) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)